Παρασκευή, Ιουνίου 23, 2006

τσουκνίδα (η) ουσ. [κατά Ανδριώτη, μσν. τσουκνίδα < *ακανθοκνίδη · κατά Χατζιδάκι, από το *κυνοκνίδη > κυκνίδα > τσυκνίδα > τσουκνίδα · κατά Μ.Φιλήντα, από συμφυρμό των τσούχτρα + κνίδη] είδος αγριόχορτου του οποίου ο κορμός και τα φύλλα φέρουν τριχούλες που περιέχουν μυρμηκικό οξύ, και προκαλούν ερεθισμό και κνησμό στο δέρμα.


τσούλα
(η) ουσ. [<ιταλ. ciulla] πόρνη, γυναίκα του δρόμου.