Κυριακή, Αυγούστου 20, 2006

Τ Ε Λ Ο Σ

Σάββατο, Αυγούστου 19, 2006

-Αλήθεια μπορώ να φύγω;
-Ναι
-Και τώρα ας πούμε;
-Ναι, μπορείς να μαζέψεις τα πράγματά σου και να φύγεις.
-Και να πάω πού...
-...
-Θα πείτε στο αγόρι ότι έφυγα, την Κυριακή που θα 'ρθει να μου φέρει σεντόνια;
-Ναι φυσικά.
-Κι αν με ζητήσει κανείς όλοι νομίζουν ξέρουν πως εδώ μένω θα τους πείτε ότι έφυγα;
-Ναι φυσικά.
-Και πού θα τους πείτε ότι πήγα;
Ο παππούς μου ο Μωυσής, που από τον πόλεμο κι έπειτα έμεινε γνωστός ως ο Μπαρμπα-Γιάννης ο γιατρός, όταν γεννήθηκα ζήτησε από τη μάνα μου να με ονομάσει Ιάκωβο, προς τιμήν του χαμένου στον πόλεμο καλύτερού του φίλου. Στα αυτιά της ελβετίδας Κατρίν-Ανν-Φρανσουάζ Μπαγί, το Ιάκωβος ήχησε υπερβολικά ελληνικό και δη εβραϊκό. Ο παππούς μου απάντησε στην άρνηση της μάνας μου με την παράκληση να μου δώσει έστω το υποκοριστικό όνομα εκείνου του νεκρού εβραίου. Κι επειδή η μάνα μου λάτρευε τον εβραίο πεθερό της, πατέρα του εβραίου έρωτά της [νομίζω, ναι, ακόμα αγαπούσε τον πατέρα μου] κι επειδή το υποκοριστικό εκείνο όνομα ακουγόταν αρκετά ευρωπαϊκό, αποφάσισε να του κάνει το μισό, συμβατικό χατήρι. Κι όταν έμαθα πριν από μερικά χρόνια, την ιστορία αυτή, βρήκα την ευκαιρία να απαλλαγώ από το αλλόκοτο εκείνο υποκοριστικό όνομα που αναγράφεται από τα δεκαέξι μου και στην ταυτότητά μου και να κάνω έστω κι αργά, το χατήρι του νεκρού παππού μου. Το Ιάκωβος το λάτρεψαν αμέσως όλοι μου οι καθηγητές μ΄ακόμα περισσότερο οι εραστές μου. Οι φίλοι μου παρ' όλα αυτά, ακόμη με φωνάζουν Τζάκο.
[ανάμεσα σε δύο ηλικίες. δύο διαφορετικούς τρόπους να φωτίζεται το δωμάτιο. δύο απόμακρους μεταξύ τους συνδυασμούς εμπειριών. ανάλογα το ναρκωτικό. κι ανάλογα τον αριθμό.] καρδιοχτυπούν οι αποστάσεις σε σώμα νεκρό:

θ' αναδυθώ.
και θα 'μαι σαν όνειρο.
θ' αναδυθώ.
και θα με 'χεις πάλι.

[θαμμένες παιδικές γκριμάτσες. συνήθειες χωρισμένες στα τέσσερα. συνήθειες φίλων καλών κακές. πολτός τα πρώτα όνειρα. φάρμακο.] συνοφρυωμένος έρωτας κατηφορίζει ένα χέρι:

θ' αναδυθώ.
και θα 'μαι στο διάστημα.
θ' αναδυθώ.
και θα 'χει βραδιάσει.

άνισες παράλληλες γραμμές πλάι στον ήλιο

κουτσά γυαλιστερά χρώματα με στοργικό ήχο

ΒΡΩΜΑΩ. και πάνω μου χτίζονται έρημα σπίτια. μέσα σε δευτερόλεπτα έκλαψα γέλασα έκλαψα γέλασα έκλαψα και τώρα δεν ξέρω τι κάνω. μοιάζουν τόσο μεταξύ τους αυτά τα δυο. μέσα μου διαλύθηκα πρέπει να χωθώ σε φρέσκο χώμα. υπάρχει γη και νερό κάπου ανάμεσα στα δάχτυλά σου. δεν έχω προσέξει τα νύχια σου. ακουγόσουν παράξενος στο τηλέφωνο. σίγουρα μου κρύβεις χιλιάδες λέξεις. έτοιμο. το επόμενο κύμα. το σπρώχνουν μεσοπέλαγα καλές μου ξεχασμένες φίλες. θα μας πνίξει. θα σκύψουμε. και θα μας πνίξει. θα πάρουμε μεγάλη ανάσα νωρίς που δε μας φτάσει. και θα μας πνίξει. ο πνιγμός δεν μπορεί να είναι φόβος κανενός. δεν είναι θάνατος. θα ήθελα τόσο πολύ να υπάρχεις λιγότερο στον ιδρώτα που φτύνει το δέρμα μου. άμα στεγνώσει το στήθος μου και πάψει να γυαλίζει θα σωπάσουν οι τοίχοι και ξέρω ποιον ύπνο θα ξεγελάσω. μα με μουσκεύει αδιάκοπα η απόσταση. η λιγοστή γνώση που έχω για όσα σε πληγώνουν. θέλω να μάθω να μαθαίνω να ξέρω δεν αντέχω την άγνοια να γελάω επειδή με σκέφτηκες να ανασαίνω παράλληλα με τους σκοτεινούς μου εχθρούς κι όλα όσα κρύβει το μυαλό μου καλά. σαν ένεση σαν ένεση λίγο πονά για να γιατρέψει πολύ και για πάντα, αυτή η φωνή που μου στύβει το λαιμό και σαν εμετός πετάγονται μουρμουρητά μπρος-πίσω. δεν ακούω τίποτα. μιλώ εγώ. με χλωμή κι εκκεντρική φωνή. δεν ακούω με τίποτα. κλείνω τ' αυτιά μου μπουκώνω το στόμα μου με προσευχές χτυπώ την πόρτα από μέσα. ο αφαλός μου σα λίμνη. ακούμπησα για πάντα τη ζωή μου στον άψυχο τρόπο που ξέρεις να με νιώθεις. κι όλα αντίστροφα τώρα χοροπηδούν. όλα. μα όλα. ΟΛΑ. είναι τόσο άδειο το χέρι μου. μόνο σα να μην ήθελε να σ' αγγίξει. βρωμάω χαλάω μοιράζομαι. διάβασα δέκα φορές την ίδια μουσική και δέκα φορές πέρασα απέναντι. αν δεν είσαι καλά να μου το λες. αλήθεια. τολμώ να σε θέλω. ακόμα κι έτσι τελικά.

Παρασκευή, Αυγούστου 18, 2006


μένω μόνος



έρχονται
θα' ναι καλοί θα ΄ν΄ από σίδερο
έρχονται
σα θλιβερό πουλί
θα ΄ναι καλοί
θα 'ν' α
πό σίδερ
ο

Λέει πως με είδε στο δρόμο να φιλιέμαι με κάποιον λες κι εγώ θα φιλούσα κάποιον στο δρόμο.

Διασχίσαμε το δρόμο σαν τις γάτες. Πρώτα εγώ κι ύστερα εκείνος.


Δύο δρόμους πιο κάτω υπάρχει ένα σπασμένο σπίτι.


Ξεκίνησα να περπατώ μα στα μισά χάθηκε ο δρόμος.


Λέει πως θέλει να με φιλήσει στο δρόμο λες κι εγώ θα φιλούσα
κάποιον στο δρόμο.


Ο δρόμος για το σπίτι μου είναι ένας σε ολόκληρη την πόλη.


Τα φώτα του δρόμου σαν παράξενοι κήποι με διαλέγουν να πίνω να
φτάνω.


Λέει πως αν με φιλούσε στη μέση του δρόμου δε θ' αντιστεκόμουν θα ήταν πια αργά.

-Πώς νιώθεις σήμερα;
-Καλά είμαι
-Νιώθεις καλά;
-Όχι. Αλλά είμαι.
-Τι έκανες;
-Τάισα ένα σκυλί στην πύλη και πηδήχτηκα με το παιδί που φέρνει τα πλυμένα ρούχα.
-Πώς ήταν;
-Το παιδί;
-Ο έρωτας.
-...
-Σε κούρασε;
-Δε γίνεται άλλο.
-Θέλεις να πηδηχτείτε ξανά;
-Θέλω να πηδηχτούμε ακόμα δύο φορές. Αλλά να είμαι εκεί. Στη μία. Στην τελευταία.
-Νομίζεις ότι σε ποθεί;
-Όχι με σιχαίνεται.
-Σε θέλει;
-Με λυπάται.
-Και σου αρέσει αυτό;
-Δεν επηρρεάζει την απόδοσή του. Φαντάζομαι.
-Λούστηκες;
-Τα μαλλιά μου μόνο. Στο νιπτήρα.
-Ο σκύλος-
-Δε θέλω να μιλήσω για τον σκύλο, ρώτα με κι άλλα για το παιδί που με πήδηξε ρώτα με συνέχεια.
-Είσαι ερωτευμένη μαζί του;
-Αυτό είναι πολύ προσωπικό θέμα.
-Ήταν γυμνός;
-Είναι αγόρι
-Ήταν γυμνό;
-Ναι. Θυμάμαι.
-Έχει ωραίο σώμα;
-Θυμάμαι.
-Μετά; Τι έγινε μετά;
-Τον έντυσα. Ψάχναμε μια κάλτσα.
-Σε φίλησε πριν φύγει;
-Αυτό είναι πολύ προσωπικό θέμα.
-Νιώθεις καλά τώρα;
-Νιώθω γαμώ νιώθω.
-Πού θα πας τώρα;
-Στην πύλη να περιμένω το κοπρόσκυλο.

Πέμπτη, Αυγούστου 17, 2006

λοβ ιζ πορν

4(5)
στις αμυγδαλές μου παραμονεύει
η ερώτηση
και πρήζονται, μπλοκάρει ο αέρας
μισά ανασαίνω
δεν κατεβαίνει τίποτα σήμερα
λείπεις
σκέφτομαι δεν ντρέπομαι και ντρέπομαι που δεν ντρέπομαι
πάντα ήξερα να στολίζω τις τύψεις μου
να τις κάνω να λάμπουν μέσα στο νου
και να ονειρεύομαι λάθος
να συλλογίζομαι ξένους καημούς και χωρισμούς
-τους δικούς μου δανείστηκα δεν έχω τρόπο-

υπερβολικό μου στόμα και μυαλό
υπερβολική μου α θ ω ό τ η τ α
ο έρωτας περιέχει το ξέσκισμα
με θέλεις καθόλου;
τώρα να δεις που σβήσαμε
μέσα στο κύμα θα 'ρθουνε
4 (5)

έφτυνες στο στόμα μου

και χάζευες
τη γραμμή που σχημάτιζαν
τα σάλια μας
κρατώντας
τα στόματα μας ενωμένα
σα συρματόσκοινο ακροβάτη

μεγάλωσες μέσα μου
με βία
αλλά για μένα
-που είσαι έρωτας-

ήταν αυτό

δεν τόλμησα όμως
να ακουμπήσω
το κεφάλι μου στο στήθος σου
όταν ξαπλώσαμε πίσω
γυμνοί και λαχανιασμένοι

μόνο δεχόμουν με ηδονή
και διψασμένος γι' αυτό
το απαλό σου χάδι
στο πόδι μου

κι ύστερα έφυγες

έφυγες
αμέσως μετά
στις εφτά
επειδή ήταν εφτά

κι επειδή ήταν εφτά
δε με πείραξε




Τετάρτη, Αυγούστου 16, 2006

με φοβάμαιμε λυπάμαιμε φοβάμαιμε λυπάμαιμε αντέχωμε προσέχωμε φοβάμαιμε αντέχωμε διαθέτωμε σκορπώμε καταπίνωμε χορεύωμε νικώμε πείθωμε γαμώμε γαμώμε γαμώμε γαμώμε γαμώμεγαμώ

Τρίτη, Αυγούστου 15, 2006

τώρα να δεις που σβήσαμε μέσα στο κύμα
θα 'ρθουνε κι άλλοι να μας κοιτάξουν
μα θα 'χουμε αλλάξει χρώμα εμείς
θα 'χω φορέσει το χατήρι σου
θα 'χεις νομίσματα ξένα στην τσέπη
περίμενα καιρό να ταξιδέψω μαζί σου
περίμενα μέρες στον ήλιο να έρθεις
κράτησα λίγο το χέρι σου σα να στο χάριζα
και δε χρειάστηκε τίποτα άλλο να συμβεί
τώρα να δεις που σβήσαμε στο κύμα
πόσοι μακριά μας θα φύγουν

ο τελευταίος μας ήλιος
στο σώμα σου
γέρνει
κοίτα τον γέρνει
φεύγουμε τώρα μας είδανε λες;
κροταλίζουν οι αρθρώσεις μας είδανε λες;
θα χορέψω ναι θα χορέψω ναι θα χορτάσω ντροπή
φόρεσες
ένα πουκάμισο
κι ήσουν φτυστός
εσύ

η θάλασσα
να 'ναι... νανούρισμα να 'ναι...
θα σβήσει σε λίγο κι αυτή η σιωπή
μας είδανε λες να χορταίνουμε ανάσες

πες τους πως

χτίσαμε εδώ γιατί φύσαγε
απείραχτα τυφλά μάτια

μόνον οι μνήμες
τώρα μιλούν
μόνο τα χνώτα μας
δεν ξεθωριάσαν
δροσερό μου κελί πρέπει τώρα να φύγω
το νερό γύρω απ' τους βράχους είναι κρύο.
και κάτω από τα πόδια μου γλιστράνε ψάρια. ο γκόμενος του Ν
-είναι μεγάλη ιστορία το πώς γνωρίζω ότι τον λένε Ν-
με κοιτάζει όταν προσποιούμαι ότι δεν τον κοιτώ
και γυρνά το βλέμμα αλλού όταν εγώ τον κοιτάζω.
η άννα, μικρή, έκανε κολύμβηση. κι αυτό φαίνεται από τις βουτιές της.
εγώ δεν έμαθα ποτέ να κάνω μακροβούτια και κατεβαίνω σιγά-σιγά
τα σκαλάκια τις εξέδρας, μέχρι να συνηθίσω τη θερμοκρασία του νερού.
μικρός φοβόμουν και τα βράχια και τα φύκια. τώρα πια
ανοίγω τα μάτια μέσα στο νερό και χαζεύω. η αδερφή μου
που έχει γυρίσει όλον τον κόσμο, λέει πως αυτή είναι
μια από τις ομορφότερες παραλίες που έχει δει.
η μαρία κι η παντούλα ξαπλώνουν στη σκιά.
δεν έχουν συνέλθει από το χτεσινοβραδινό μεθύσι.
ο ήλιος ψήνει τους πλατείς λευκούς βράχους κι
ο θοδωρής το απολαμβάνει καθώς τηγανίζεται η πλάτη του
λίγα μέτρα έξω από το νερό. φορά ένα φρικτό ζευγάρι γυαλιά ηλίου
για να μην τον τυφλώνει το φως και νομίζω πως κρυφά,
ρίχνει ματιές στον γκόμενο του Ν, ο οποίος βουτά στο νερό
και κολυμπά δίπλα μου.
ο Ν κάθεται στην πετσέτα του και βγάζει φωτογραφίες.
είμαι σίγουρος ότι έβγαλε κι εμάς -εμένα και την άννα-
όταν καθόμασταν στις σανίδες τις εξέδρας
με τα πόδια να κρέμονται μέσα στο νερό. η θάλασσα έχει δεκάδες χρώματα.
αλλού είναι πράσινη, αλλού μπλε, αλλού γαλάζια,
προς τον ορίζοντα τη βλέπω που γίνεται μαύρη. η άννα θέλει να βγει.
θέλει να μαυρίσει. κάτσε λίγο ακόμα της λέω. στο νερό μαυρίζεις καλύτερα.
επιμένει. θέλει να ξαπλώσει να ψηθεί κι αυτή.
περπατάμε στην εξέδρα και βλέπω πως τα πόδια μου έχουν αδυνατήσει
και το μαγιό κολλάει ζαρωμένο στα μπούτια μου.
ρίχνω μια ματιά πίσω στο νερό και βλέπω τον γκόμενο του Ν που κολυμπάει.
θέλω να ξαναβουτήξω, να βγάλω το μαγιό μου και να τον τραβήξω από το χέρι και να τον φέρω πίσω από εκείνον εκεί το βράχο. σχεδόν νιώθω τον πόνο στην πλάτη μου καθώς θα χτυπιέται πάνω στην κοφτερή πέτρα, νιώθω το πέος μου να προσπαθεί να σκληρύνει μες στην παγωμένη θάλασσα καθώς θα με φιλάει και θα μπερδεύονται τα σάλια με το αλμυρό νερό. σχεδόν βλέπω το σπέρμα του να επιπλέει στην επιφάνεια, δίπλα στα φύκια που φέρνει το ρεύμα. σχεδόν με μισώ.
ο θοδωρής ακούει μουσική στο κινητό του.
η άννα ξαπλώνει δίπλα του.
ανάβουμε όλοι τσιγάρο και στρέφουμε τα πρόσωπά μας προς τον ήλιο.

Δευτέρα, Αυγούστου 14, 2006

έμβρυο
αύριο
DDD μου, αγάπη μου, όμορφε φίλε μου, γείτονα
υπόσχομαι να γράψω κάτι αισιόδοξο πολύ σύντομα!
χαιρέτησα τις φίλες μου κι πήδηξα τον φράχτη. καληνύχτα.

-καληνύχτα παντούλα
-καληνύχτα γιακουμάκι
-καληνύχτα μαράκι
-καληνύχτα ζουζούνι
-καληνύχτα δημητρούλα
-καλό ταξίδι τζακουλάκι
-καληνύχτα στεφούνι
-καληνύχτα κούκι μου
-καληνύχτα αννούλα
-θα τα πούμε τα χριστούγεννα
-καληνύχτα μαλού μου, κουκλίτσα μου, κουκλάρα μου εσύ, ζουζού μου, μαλουκάκι μου
- [γαβ]
τα χέρια μου είναι ένα εργοστάσιο
14.08.06

τη ζώνη σου-όχι αυτή. την άλλη.
όχι αυτή.
μπήκες και βγήκες κι ύστερα μπήκες ξανά
-μα τι νομίζεις.
μην αγγίζετε. αγγίξτε μονάχα λίγο. μην αγγίζετε.

το παιδί σπάει. το παιδί έχει όρεξη. το παιδί στην παραλία.
ή εκείνο στο πάρκο. με τις φίλες του στα μπαρ.
μόνο στο σπίτι να ιδρώνει. το παιδί στις φωτογραφίες.
ή εκείνο κάτω απ' το νερό. το παιδί με το μεγάλο καυλί.
το παιδί με το πηχτό άσπρο σπέρμα στην
κοιλιά του.
το παιδί στο βράχο με το μαγιό στους αστραγάλους.
ή το παιδί με το ξεφούσκωτο πορτοφόλι.
το παιδί εκείνο με το βραχνιασμένο κλάμα.
το παιδί στα σκαλιά που ουρλιάζει. το παιδί με τον ήλιο.
ή το παιδί με το ξεκούμπωτο παντελόνι.
το παιδί που αφήνεται. που μεγαλώνει.
την α
χαριστία τη σιχαίνονται οι μπανιστηρτζίδες.
μεγαλώνει. κι ύστερα συρρικνώνεται. ζαρώνει. μαζεύεται. κρύβεται.
αγγίξτε μονάχα λίγο. μην αγγίζετε. μα τι νομίζεις.
την αχαριστία την εντοπίζουν παντού όσοι τη σιχαίνονται.
μπήκες και βγήκες κι ύστερα μπήκες ξανά.
το παιδί με το γυαλιστερό μέτωπο και το περιέργο χαμόγελο.
ή ...

μην αγγίζετε.
πρώτη πρωινή πτήση
...back

Κυριακή, Αυγούστου 13, 2006

Παρασκευή, Αυγούστου 11, 2006


κολλούσα το ιδρωμένο μου στήθος στον παγωμένο τοίχο. σκούπιζα το λιγοστό σπέρμα από την κοιλιά μου πάνω στον παγωμένο τοίχο. και μετά η πλάτη κι ύστερα ξανά το στήθος. προσπαθούσα να μην ερεθίζομαι αλλά το πέος μου γινόταν ολοένα και πιο σκληρό, πιο σκληρό από πριν, που αυνανιζόμουν στο κρεβάτι. κι έχυνα ξανά, μερικές διάφανες σταγόνες στην παλάμη μου. και τριβόμουν ολόκληρος στον παγωμένο τοίχο. το μαλακό πρησμένο μου παιχνίδι, η πλαδαρή ψεύτρα κοιλιά μου. τα στεγνά, χωρίς γραμμές χείλη μου. κι έγερνα τον ώμο μου, κουρασμένος, στον τοίχο, που είχε πια πάρει τη θερμοκρασία μου. κι έμενα εκεί. μέχρι να μεγαλώσω.

Πέμπτη, Αυγούστου 10, 2006


τι κάνουμε-επιπλέουμε-πετάμε-σκαρφαλώνουμε-αιωρούμαστε-τι κάνουμε

Τετάρτη, Αυγούστου 09, 2006


πολλοί κλαίνε...κι εγώ φοβήθηκα περισσότερο απ' όλα το θυμό σου...διέλυσα κάθε οπτική επαφή κι άρχισα να τρέχω με τα μάτια μου αλλού...αφού έκλαιγες...πολλοί κλαίνε, ξέρεις...πολλοί προσπαθούν χάνουν αλλάζουν προσπαθούν...δε μ' αρέσει να προσπαθώ...δε μ' αρέσει να με αμφισβητούν...δε μ' αρέσει να με παρακαλούν...είμαι μικρός...υπήρξα μικρότερος κι υπήρξα και μεγαλύτερος...είμαι μικρός...κι ήμουν άσχημο μωρό με τρομαγμένο βλέμμα...γεννήθηκα άρρωστος σχεδόν νεκρός γεννήθηκα μπλε...μήπως τώρα καταλαβαίνεις;




ναι, κάποιες μόνο στιγμές...αλλά πραγματικά δεν ξέρω αν ισχύω...νόμιζα ότι είναι αρκετό να απομακρύνομαι...όμως χρειάζεται και να λείπω...αυτός είμαι που κοιτάς...αυτός είμαι κι αλλάζω...μόνο κάποιες στιγμές και άλλοτε πάλι καθόλου...μη με ρωτάς πότε...είμαι ανίκανος να απαντήσω...αλήθεια αυτός είμαι...όμως σκοπεύω να χάσω το δρόμο ξανά...θέλεις να δεις την πλάτη μου;



χρόνια πολλά μαράκι

Τρίτη, Αυγούστου 08, 2006

μεγαλώσαμε. . . δεν αντέχουν οι μούρες μας 4 ξενύχτια
στη σειρά. Δε θα πιούμε 30 σφηνάκια
στην ιδρωμένη bar-street. Πηγαίνουμε στα μαγαζιά των παλιών συμμαθητών των αδερφών μας και μας σερβίρουν
οι δικοί μας παλιοί συμμαθητές. Κάποιοι ομόρφυναν.
Άλλοι, απλώς γυμνάστηκαν.

Κάθε βράδυ τουλάχιστον από δύο φορές η ίδια κουβέντα:


-πού είσαι εσύ;
-τι κάνεις;
-πόσο θα κάτσεις;
-πού θα πας μετά;
-να βρεθούμε για καφεδάκι!

θα ήθελα να απαντήσω:

-να μη σε νοιάζει..
-πηδιέμαι συνεχώς!
-μέχρι να μου κάτσει κάποιος...
-σπίτι μου να τραβήξω μαλακία...
-δεν υπάρχει περίπτωση γιατί είσαι άσχημη
και σίγουρα παραμένεις ηλίθια..


εδώ καμιά τους δεν κρατά μαϊμού τσάντα
γιατί δεν ξέρουν ότι υπάρχουν αψεγάδιαστες απομιμήσεις.
εδώ νομίζουν ότι φταίει η μύτη τους που είναι άσχημες
και πάνε και τις κόβουν. αλλά τελικά προφανώς
δεν έφταιγε η μύτη τους και κρίμα,
τώρα είναι πολύ μικρή για να τη χώνουν παντού.
εδώ τα αγόρια βαριούνται να κάνουν κοιλιακούς
και γυμνάζουν μονάχα τους κώλους τους και τις πλάτες τους.
25χρονα με κοιλίτσα, ανταύγειες και φωτόλυση στο στήθος.


εδώ όλοι συχνάζουν στην ίδια καφετέρια το μεσημέρι,
στην ίδια παραλία το απόγευμα,
στο ίδιο μπαρ το βράδυ,
στο ίδιο κλαμπ στη συνέχεια,
στο ίδιο σουβλατζίδικο το ξημέρωμα.
τι κρίμα να μην κοιμούνται έστω 2 από αυτούς στο ίδιο κρεβάτι. Κανείς δεν πηδιέται εδώ. Ποζάρουν τα κορίτσια
σαν πόρνες πλούσιων γέρων και τα αγόρια
χτυπούν το πόδι ρυθμικά. Αλλά όχι στο ρυθμό της μουσικής.


εδώ οι πούστηδες βγαίνουν με straight παρέες
κι άσπρα παντελόνια. μετά πάνε στα πάρκα
και χύνουν πάνω τους ή πάνω σε φαντάρους.
εδώ οι πούστηδες κοιτάζονται μεταξύ τους όλη νύχτα
αλλά κανείς δε λέει κουβέντα.
ακολουθούν ο ένας τον άλλο στην τουαλέτα
αλλά κανείς δε λέει κουβέντα.
και το επόμενο βράδυ συναντιούνται πάλι
αλλά κανείς δε λέει κουβέντα.
εδώ οι πούστηδες γελάνε στα αδύνατα χημικά κορίτσια τους
αλλά κοιτάνε αλλού.
αλλά κανείς δε λέει κουβέντα.
εδώ οι πούστηδες ποθούν τους ιταλούς πούστηδες
με τα υπέροχα μαγιό στην παραλία
αλλά γυρνούν σπίτι και τραβάνε μαλακία στο ντους.
εδώ οι πούστηδες είναι όπως παντού.


μεγαλώσαμε. κιόλας. και μάλλον για λίγο.
στα 22 μας θέλουμε ο,τι θελήσαμε κάποτε
κι ο,τι θα θέλουμε κι αύριο.
αλλά κοιμόμαστε κουρασμένοι και ξυπνάμε ακόμα περισσότερο.
καλοκαίρι στη ρόδο, [δε] γαμιέσαι.

Το δέντρο με τα αβοκάντο ξεπερνά σε ύψος την
τριόροφη πολυκατοικία. Όταν ήμουν παιδί,
στεκόμουν στο παράθυρο του σαλονιού και
προσπαθούσα να ακουμπήσω με το χέρι μου,
έστω κι ένα φρούτο. Είμαι σίγουρος πως τώρα
θα έφτανα εκείνο το μικρό, άγουρο αβοκάντο που
κάπως το είχα ονομάσει και που κάθε μέρα
στεκόμουν στο παράθυρο του σαλονιού για να του μιλήσω.
[μέχρι τη μέρα που ωρίμασε κι εκείνο
κι έπεσε
]


παιδικό δωμάτιο



ο juan, η μαρία, η άννα



ο ιάκωβος


ο τζάκο
η βάλια

Κυριακή, Αυγούστου 06, 2006



over salty water


υπαπαντή
μέρες που θα αφαιρεθούν από τον απολογισμό.
συμβαίνω.
με καθυστέρηση.
ακατανόμαστες αισθήσεις σε αγάμητο έδαφος
κοιτάζω πίσω ξαφνικά
και δεν υπάρχει κανείς.
φύγαν όλοι.
σε λίγο θα κοιμούνται.
τι όμορφα που είναι να πεινάς στο γυρισμό.
έτοιμος να θυμώσεις.
να διορθώσεις.
να ξεχαστείς.
να ξεχαστείς.
υπάρχουν δευτερόλεπτα ντυμένα στα μαύρα
κι υπάρχουν σκιές που προτρέχουν.
τι όμορφα που είναι τα κύματα πάνω στ' άχρωμο νερό.
οι φίλοι μου.

Σάββατο, Αυγούστου 05, 2006


η άννα


Πέμπτη, Αυγούστου 03, 2006

03.08.06

σας ευχόμαστε καλή πτήση
ποιοι είστε εσείς;
εμείς είμαστε τα όνειρα σας. το 3,5 και το μπλε. καλή πτήση.
καλή πτήση.
καλή πτήση.
καλή πτήση.
καλή πτήση.
καλή πτήση.
απόψε θα ξύπναγα με χέρια. μου το είχες υποσχεθεί πως μέχρι το τέλος του καλοκαιριού θα σχηματιζόμουν. το βλέπω πως δεν προλαβαίνω. μου είχες υποσχεθεί καλή πτήση πως θα σχηματιζόμουν. κοιτάζω τη μάνα μου που κοιμάται κουρασμένη κι αναρωτιέμαι πώς θα'ταν να 'μπαινα ξανά στην κοιλιά της.
και να 'χετε
μιαν ακόμη καλύτερη προσγείωση
μιαν ακόμη καλύτερη προσγείωση
μιαν ακόμη καλύτερη προσγείωση

μιαν ακόμη προσγείωση

Τρίτη, Αυγούστου 01, 2006

be right back. . . .


ροδος


σ' αυτήν εδώ τη φωτογραφία προσποιούμαι ότι κοιμάμαι

βαθιά μέσα μου σ' αυτήν εδώ τη φωτογραφία είμαι πολύ ευτυχισμένος

αυτή η φωτογραφία τραβήχτηκε αρκετές ώρες μετά

από τη στιγμή που σταμάτησα να κλαίω

νομίζω πως είναι προφανές

ότι αυτή τη φωτογραφία την τράβηξα μόνος μου

εκείνος, χτες, είχε τραβήξει πολύ καλύτερες

επειδή κοιμόμουν στ' αλήθεια

σε συνήθισα και τώρα μου λείπεις



συγγνώμη




φτάνουν
πόσο λιγότερο απ' το σήμερα πόσο ακόμα θα 'ρθουν έγινα
μια καθαρή παραμάσχαλα μικρή απεραντοσύνη μόνιμα
λίγο να μείνεις ζήτησα λίγο να φύγεις θες πρόφτασα
μια μελωδία άγουρη μπλε ανόητη στα χέρια μας σκότωσα















μπλε ανόητη σκότωσα














μπλε άγουρη σκότωσα

Δευτέρα, Ιουλίου 31, 2006

- Τι φοβάσαι περισσότερο στη ζωή;
- Μην πεθάνω κι αναστηθώ
- Πιστεύεις στην μετενσάρκωση;
- Όχι, αλλά ζω σα να πιστεύω
- Δηλαδή;
- Δεν κάνω τίποτα.
- Τι θεωρείς μάταιο;
- Να ξύνω τον κώλο μου
- Και τι θεωρείς ουσιαστικό;
- Νομίζω το ίδιο.
- Έκανες κάτι, σήμερα, που σε κούρασε;
- Ναι.
- Τι;
- Δε θυμάμαι.
- Τι σε εξοργίζει στους άλλους;
- Η ανικανότητα να κατανοήσουν.
- Δηλαδή;
- Δεν ξέρω -έτσι το 'πα.
- Γιατί δεν χτενίζεις τα μαλλιά σου;
- Γιατί δεν έχω κάποιον να με κοιτάζει όταν το κάνω.
κι αν,όταν πιακι αν δεν είναιεγώ πώς θακαι πώς θα
και τώρα τι να

θέλω να ξέρω τώρα.
πριν φτύσω εμένα πάλι κατά λάθοςλάθοςλάθοςλάθοςλάθοςλάθοςλάθος
ανάβουν ταυτόχρονα μέσα στο μυαλό μου αμέτρητες οθόνες
χιλιάδες εικόνες αδιάκοπα
φώτα τρελαμένα που τρελαίνουν κι εμένα
και γι' αυτό δεν κοιμάμαι ποτέ. ψέματα ψέματα δεν είναι αμέτρητες είναι χιλιάδες
αλλά δεν είναι αμέτρητες. σηκώνω το ένα μου χέρι ψηλά
και το άλλο το κρύβω κάτω από την πλάτη μου.
και νιώθω σαν μην είμαι ξαπλωμένος.
ίσως και να μην είμαι τελικά.
δεν υπάρχει κανένα σημείο αναφοράς γύρω μου ή μέσα μου που
να αποδεικνύει κάτι, οτιδήποτε απ' όσα κάνω κι απ' όσα
μου συμβαίνουν. παρά μόνο κάποια αυταπόδεικτα ρίγη.
και λίγο η θλίψη.

και δεν κοιμάμαι. κι επειδή δεν κοιμάμαι, φαντάζομαι όλα τα όνειρα που θα έβλεπα αν κοιμόμουν και χαίρομαι που τελικά δεν κοιμάμαι.

Κυριακή, Ιουλίου 30, 2006

κι ύστερα δρόμος ακόμη
πότε ανηφόριζα και πότε
έπεφτα
σαν, όμως, να έμενα εκεί
κι ύστερα έπεφτα
και ανηφόριζα
ώσπου μύρισε ο δρόμος
σοκολάτα
άραγε έφτασα;
άραγε κάνει να δοκιμάσω την άσφαλτο με το δικό μου κουτάλι;
να γυρίσω και να μείνω εδώ και θα είναι σαν να πέφτω ,
αυτήν όμως τη φορά
στα πόδια σου;
πού είναι τα πόδια μας; εννοώ στο σώμα. . . πού είναι; θα τα βρω αν ψάξω κάτω απ'την
κοιλιά μου;
θα με δουν αν φωνάξω;
θα μ' ακούσουν αν ριχτώ αν χυθώ αν αποχυμωθώ
αν πετάξω;
έρχονται κι άλλες, λες, τέτοιες στιγμές
έρχονται, λες, στιγμές που θα μας τσακίσουν
που θα περπατάμε και δε θα φτάνουμε
θα κυνηγάμε τα πόδια μας που θα τρέχουν μπροστά μας
και θα 'ναι κι άλλοι εκεί


τι έχουν, γριά, μέσα τα σακουλάκια σου;
-έχουν ξημέρωμα για τα πουλιά

ταχύτητεςόνοιιαλέγωαταστρέφωπό.

αταβισμός
τιτιβίζω

και μόνο μια σκέψη, φουσκάλες σάλιου στη γλώσσα μου

α-στα-μά-τη-τα

Σάββατο, Ιουλίου 29, 2006

αλλά δεν είναι αυτός



just close your

eyes and make them

disappear now




devendra banhart
-
now that I know

Πέμπτη, Ιουλίου 27, 2006

1]μελωδικός βρόντος μάτωσε η πόρτα μου κι εμείς μιμούμαστε τον ήχο που κάνουν τα φίδια

2]στη μέση του πουθενά μου υπήρχε κάποτε μια πόρτα τώρα υπάρχει μια σκάλα

3]άνοιξα την πόρτα και βγήκα μέσα έκλεισα την πόρτα μέσα μου και μπήκα μέσα σου

4]έχω βάσιμες υποψίες οτι η πόρτα μου φλερτάρει την πόρτα της γριούλας απέναντι

5]και το φιλί είναι μια πόρτα και το χαστούκι θα μπορούσε να είναι όλα εκτός από την αγάπη

6]η μία πόρτα απέχει από την άλλη τόσο ώστε να μπορούν να ανοίγουν όλες δίχως να χαστουκίζονται

7]θα βάψω την πόρτα μου σομόν κ ύστερα θα την αντικαταστήσω μ' εσένα

σημαντικές αδυναμίες


δε-δε-δέσποινα

το 53, με κοτόπουλο, καυτερό, χωρίς κρεμυδάκια με έξτρα κάσιους

Τετάρτη, Ιουλίου 26, 2006

έναδύοτρίατέσσεραπέντεέξιεφτάεφτάεφτάοχτώ
εννιάδέκα
έντεκαδώδεκαδεκατρίαδεκατέσσεραδεκαπέντε
δεκα
έξιδεκαεφτάδεκαοχτώδεκαεννιάείκοσιείκοσιένα
νομίζω θα πιάσω το κεφάλι μου και θα το ρίξω στον τοίχο
έχω να ακούσω παράπονα, από την περασμένη τρίτη
κλείνω δυο μέρες απότιστος

Τρίτη, Ιουλίου 25, 2006








björk - so broken

Μερικές φορές ονειρεύομαι το δάσος
όχι οποιοδήποτε δάσος
το δικό μας δάσος
θα μου πεις το δάσος είναι ένα και ανήκει σε όλους
κι εγώ θα σου πω
υπάρχει τουλάχιστον ένα δάσος
μόνο για σένα και για μένα

άγγελος σπάρταλης
[ΓΕΓΟΝΟΣ]
γιάννη αυτό από πάνω με το κίτρινο χρώμα, μέσα στις αγκύλες είναι ένα λίνκ



α! και γιάννη...
'γαπώ σε μπολλά
-ποιο είναι, πιστεύεις, το μεγαλύτερο ταλέντο σου;
-να επαναλαμβάνομαι
-σ' αυτήν εδώ τη φωτογραφία τι βλέπεις;
-τη μαμά
-και πώς σε κάνει να νιώθεις;
-καθόλου. τίποτα. είναι μια εικόνα.
-τι σου ξυπνά συναισθήματα;
-να θυμάμαι
-να ζεις;
-όχι. να ζω δεν μου ξυπνά κανένα συναίσθημα.
-εννοώ, να ζεις τις καταστάσεις που μετά θυμάσαι.
-δε νομίζω πως υπάρχει κάτι μέχρι να υπάρξει στη μνήμη.
-σ' αυτήν εδώ τη φωτογραφία τι βλέπεις;
-τη μαμά
-πού διοχετεύεις τον θυμό σου;
-δε θυμώνω. δεν ξέρω.
-εδώ τι βλέπεις;
-πάνω μου
-στην εικόνα αυτή. . .
-συνήθως ρίχνω πράγματα πάνω μου
-τι θέλεις να κάνεις μόλις φύγεις από εδώ;
-να πάω στο λούνα-παρκ
-τι θα κάνεις μόλις φύγεις από εδώ;
-θα πάω στο μπαρ
-πιστεύεις πως έχεις εξωτερική ομορφιά;
-δεν καταλαβαίνω
-νιώθεις ότι είσαι ένας όμορφος, εξωτερικά, άνθρωπος;
-δεν νιώθω. είναι μια εικόνα.
-όταν θυμάσαι τον εαυτό σου σε διάφορες στιγμές, βλέπεις κάτι
όμορφο στην εμφάνισή σου;
-έχω ασύμμετρα ρουθούνια.
-που θα πας όταν φύγεις από εδώ;
-στο δωμάτιο μου
θα σπρώξω μέσα στο σώμα μου ο,τι προεξέχει από αυτό και θα χωθώ στο ψυγείο μαζί με τα πιρούνια μου. έχυσα όλο το νερό απ' το μπουκάλι μα δεν πέθανα. κατάπια την τρυφερή μου γλώσσα κι έσπασα όλα μου τα δόντια με μια κουτουλιά. τις μέρες σαν κι αυτή που νιώθω άσχημος με εγκαταλείπω. τρία πράγματα δεν ξέρεις για μένα. ήρθε η ώρα να στα πω.
μικρός έπαιζα φυσαρμόνικα
έχω ένα σημάδι στο πέος από νυχοκόπτη
κι εκείνο που είδες, δεν είναι μελανιά. θα το βλέπεις συνέχεια, μέχρι να μακρύνουν τα μαλλιά μου.
είσαι όοοοοομορφος. . .καλέ μου
εσύ
ο αλέξανδρος είναι πολύ όμορφος όταν ακούει μουσική
δε λέμε τίποτα.
από την ώρα που μπήκες
πλησιάζει ο ένας τον άλλο.
πρώτη φορά καυλωμένα χείλη.
μέχρι την ώρα που θα φύγεις
ίσα που θα 'χουμε προφτάσει
να φιληθούμε.
και δε θα 'χουμε πει τίποτα.

αυτό που θέλεις
εγώ δεν το δίνω.
η σκιά μου στη σκάλα
σα φωτογραφία
αριστερόχειρας ύπνος
ας μπει
έχω σπρώξει
τη μπάλα με τη μύτη μου


όταν με δάγκωσαν, μωρό
γάβγισα στο ψυχιατρείο
κι ήρθε η Σούζη
το μουσταρδί κορίτσι
να με γιατρέψει

Σούζη σε θέλω
ακόμα
να μου φέρνεις νερό
και να στίβεις λεμόνια
γυμνή
Σούζη, καλή μου
υπάρχει μια χώρα
δίπλα στο μπάνιο
σα διακόπτης

Δευτέρα, Ιουλίου 24, 2006

Του λέει: Το βλέπεις τώρα;

Της λέει: Ποιο; Το δέντρο;

Του λέει: Ναι!

Της λέει: Και πιο κάτω τη θάλασσα.

Του λέει: Ναι!

Της λέει: Εσύ το βλέπεις εκείνο εκεί;

Του λέει: Ποιο;

Της λέει: Ψηλά, να εκεί κάτω από -ποιος αστερισμός είναι αυτός...

Του λέει: Η Κασσιόπη;

Της λέει: Όχι, δίπλα! Και από κάτω δηλαδή...το βλέπεις;

Του λέει: Ναι

Της λέει: Όμορφο δεν είναι;

Του λέει: Είμαστε παιδιά.





θα μιλώ για σένα
μόνο
σ' εκείνους που δε μου χαμογελούν
πικρά την αλήθεια






02:00

κουκάκι-θησείο