Σάββατο, Αυγούστου 19, 2006

ΒΡΩΜΑΩ. και πάνω μου χτίζονται έρημα σπίτια. μέσα σε δευτερόλεπτα έκλαψα γέλασα έκλαψα γέλασα έκλαψα και τώρα δεν ξέρω τι κάνω. μοιάζουν τόσο μεταξύ τους αυτά τα δυο. μέσα μου διαλύθηκα πρέπει να χωθώ σε φρέσκο χώμα. υπάρχει γη και νερό κάπου ανάμεσα στα δάχτυλά σου. δεν έχω προσέξει τα νύχια σου. ακουγόσουν παράξενος στο τηλέφωνο. σίγουρα μου κρύβεις χιλιάδες λέξεις. έτοιμο. το επόμενο κύμα. το σπρώχνουν μεσοπέλαγα καλές μου ξεχασμένες φίλες. θα μας πνίξει. θα σκύψουμε. και θα μας πνίξει. θα πάρουμε μεγάλη ανάσα νωρίς που δε μας φτάσει. και θα μας πνίξει. ο πνιγμός δεν μπορεί να είναι φόβος κανενός. δεν είναι θάνατος. θα ήθελα τόσο πολύ να υπάρχεις λιγότερο στον ιδρώτα που φτύνει το δέρμα μου. άμα στεγνώσει το στήθος μου και πάψει να γυαλίζει θα σωπάσουν οι τοίχοι και ξέρω ποιον ύπνο θα ξεγελάσω. μα με μουσκεύει αδιάκοπα η απόσταση. η λιγοστή γνώση που έχω για όσα σε πληγώνουν. θέλω να μάθω να μαθαίνω να ξέρω δεν αντέχω την άγνοια να γελάω επειδή με σκέφτηκες να ανασαίνω παράλληλα με τους σκοτεινούς μου εχθρούς κι όλα όσα κρύβει το μυαλό μου καλά. σαν ένεση σαν ένεση λίγο πονά για να γιατρέψει πολύ και για πάντα, αυτή η φωνή που μου στύβει το λαιμό και σαν εμετός πετάγονται μουρμουρητά μπρος-πίσω. δεν ακούω τίποτα. μιλώ εγώ. με χλωμή κι εκκεντρική φωνή. δεν ακούω με τίποτα. κλείνω τ' αυτιά μου μπουκώνω το στόμα μου με προσευχές χτυπώ την πόρτα από μέσα. ο αφαλός μου σα λίμνη. ακούμπησα για πάντα τη ζωή μου στον άψυχο τρόπο που ξέρεις να με νιώθεις. κι όλα αντίστροφα τώρα χοροπηδούν. όλα. μα όλα. ΟΛΑ. είναι τόσο άδειο το χέρι μου. μόνο σα να μην ήθελε να σ' αγγίξει. βρωμάω χαλάω μοιράζομαι. διάβασα δέκα φορές την ίδια μουσική και δέκα φορές πέρασα απέναντι. αν δεν είσαι καλά να μου το λες. αλήθεια. τολμώ να σε θέλω. ακόμα κι έτσι τελικά.